αινοποιώ

αινοποιώ
αἰνοποιῶ (-έω) (Α)
ποιώ, συνθέτω αίνους, ύμνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ποιῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”